βουβαλίσιος
Смотреть что такое "βουβαλίσιος" в других словарях:
βουβαλίσιος, -ια, -ιο — αυτός που αναφέρεται στο βουβάλι ή προέρχεται απ αυτό: Το βουβαλίσιο βούτυρο κάνει καταπληκτική κρέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)